Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
μαξιλάρι — το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν) μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη τού κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών τού σώματος, προσκεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ … Dictionary of Greek
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
νθυλευτός — ὀνθυλευτός και μονθυλευτός, ή, όν (Α) [ονθυλεύω] (για έδεσμα) παραγεμισμένος … Dictionary of Greek
πτιλωτός — ή, ό / πτιλωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει ή είναι παραγεμισμένος με πτίλα, πουπουλένιος αρχ. 1. (για φιάλη) αυτός που είναι στολισμένος με σχήματα φτερών 2. φρ. «πτιλωτὰ ἔντομα» τα έντομα που έχουν μεμβρανώδεις πτέρυγες, τα υμενόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
σαλάσσω — Α 1. σείω, κουνώ κάτι, σαλεύω 2. (κυρίως το παθ.) σαλάσσομαι είμαι παραφορτωμένος, παραγεμισμένος («σεσαλαγμένος οἴνῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος, πιθ. κατά το τινάσσω] … Dictionary of Greek
υπερστεφής — ές, Μ υπερπλήρης, παραγεμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + στεφής (< στέφος «στέμμα»), πρβλ. περι στεφής] … Dictionary of Greek
παραγεμίζω — παραγεμίζω, παραγέμισα, παραγεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: παραγεμίζω : σπάνια η παθητική φωνή (παραγεμίζομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραγεμίζω — παραγέμισα, παραγεμίστηκα, παραγεμισμένος 1. μτβ., γεμίζω πολύ, υπερβολικά: Το παραγέμισες το σακί και δε δένεται. 2. κάνω φαγητό με είδη που γεμίζω: Σήμερα παραγέμισα ντομάτες και πιπεριές. 3. αμτβ., είμαι υπερβολικά γεμάτος: Παραγέμισε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)